- βλάστημα
- το (AM βλάστημα) [βλαστάνω]γόνος, παιδίμσν.- νεοελλ.κάθε τι που φυτρώνειαρχ.1. ο βλαστός2. εξάνθημα του δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάστημα — offspring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάστημα — το 1.η βλάστηση, το φύτρωμα. 2. η εποχή της βλάστησης: Η ανοιξιάτικη παγωνιά χτύπησε τα δέντρα πάνω στο βλάστημά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάστημ' — βλάστημα , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc sg βλάστημι , βλαστάω bring forth pres ind act 1st sg βλάστημαι , βλαστάω bring forth pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημάτων — βλάστημα offspring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήμασι — βλάστημα offspring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήμασιν — βλάστημα offspring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματα — βλάστημα offspring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματι — βλάστημα offspring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματος — βλάστημα offspring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματ' — βλαστήματα , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc pl βλαστήματι , βλάστημα offspring neut dat sg βλαστήματε , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)